σχολαστικίζω

σχολαστικίζω
αμετ. заниматься схоластикой

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Смотреть что такое "σχολαστικίζω" в других словарях:

  • σχολαστικίζω — και σκολαστικίζω Ν είμαι ή συμπεριφέρομαι σαν σχολαστικός, τηρώ τους τύπους ή ασχολούμαι με ανούσιες λεπτομέρειες. [ΕΤΥΜΟΛ. < σχολαστικός. Το ρ. μαρτυρείται από το 1814 στον Ν. Δούκα] …   Dictionary of Greek

  • σχολαστικίζω — είμαι σχολαστικός ή συμπεριφέρομαι σαν σχολαστικός …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • σχολαστικισμός — Οι πρώτες απόπειρες πραγματικής φιλοσοφικοθρησκευτικής έρευνας στη Δύση, μετά την πτώση του αρχαίου πολιτισμού, έγιναν μόλις κατά τον 9o αι., μέσα στα πλαίσια της καρολίγγειας αναγέννησης. Ο σημαντικότερος πνευματικός καρπός της περιόδου αυτής… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»